- ὑπανατέλλουσα
- ὑπό-ἀνατέλλωmake to rise uppres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπανατέλλω — Α [ἀνατέλλω] 1. εμφανίζομαι από κάτω, αναβλύζω («πηγὴ ὑπανατέλλουσα», Αιλ.) 2. μέσ. ὑπανατέλλομαι αναφαίνομαι ανεπαίσθητα … Dictionary of Greek